- καρκίνος
- Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· στην επιστημονική ορολογία είναι συνώνυμο του κακοήθους νεοπλάσματος. Τα κακοήθη νεοπλάσματα ταξινομούνται ανάλογα με τον ιστό προέλευσης σε καρκινώματα, σαρκώματα και λεμφώματαλευχαιμίες. Ο κ. ή, ορθότερα, οι κλινικές εκδηλώσεις μερικών μορφών του ήταν ήδη γνωστές στους γιατρούς της αρχαιότητας· ο Γαληνός διέκρινε τον κ. από τη σκληρότητα, την ακινησία, τους πόνους που προκαλούσε και την κακοήθη εξέλιξή του. Για αρκετούς αιώνες η αιτία του εστιαζόταν στην εξαγγείωση οργανικών χυμών· η πραγματική ιστική του σύσταση έγινε γνωστή τον 18o αι. χάρη στην ανάπτυξη της παθολογικής ανατομικής κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Τον 19ο αι. χάρη στις βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο μικροσκόπιο και στην ιστολογία άρχισε η διάκριση των νεοπλασιών ανάλογα με τους ιστούς που τις αποτελούν και έτσι κατέστη δυνατή η μορφολογική τους ταξινόμηση και καθιερώθηκε ορολογία, η οποία κατά μεγάλο μέρος ισχύει έως σήμερα. Την ίδια περίοδο προτάθηκαν οι πρώτες αιτιοπαθογενετικές θεωρίες: ο Γιούλιους Κόνχαϊμ (1839-1884) υποστήριζε ότι οι νεοπλασίες προέρχονται από εμβρυϊκά στοιχεία (κύτταρα) που μπορεί να έχουν εγκλειστεί σε ιστούς του ενηλίκου, ο Βίρχοβ απέδιδε την αιτία του κ. στον χρόνιο ερεθισμό των ιστών, ο Καρλ Τιρς (1822-1895) θεωρούσε τον κ. εκφυλιστική νόσο που προκαλείται από διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ διαφορετικών και συνεχόμενων ιστών, άλλοι αποδέχονταν ότι ο νεοπλασματικός πολλαπλασιασμός ξεκινούσε από τη σύζευξη ή γονιμοποίηση σωματικών κυττάρων, ενώ τέλος υπήρχε η άποψη ότι ο αιτιολογικός παράγοντας του κ. βρισκόταν σε βακτηρίδια, πρωτόζωα ή μύκητες. Πάντως, μερικοί καρκινογόνοι παράγοντες επισημάνθηκαν χάρη στην ανακάλυψη διαφόρων μορφών επαγγελματικών νεοπλασιών: ο κ. του πνεύμονα των εργατών ορυχείων, κυρίως των ανθρακωρυχείων, ο κ. της ουροδόχου κύστης από ανιλίνη κ.ά.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες αυτές οι θεωρίες είτε κατέρρευσαν είτε επικυρώθηκαν σε ορισμένα σημεία τους, μετά την εξέτασή τους υπό διαφορετικό πρίσμα· όλες προσέφεραν πολλά στην επιστήμη με τα θετικά και αρνητικά δεδομένα τα οποία συσσωρεύτηκαν από τις έρευνες που διεξήχθησαν για να τις υποστηρίξουν ή να τις καταπολεμήσουν, ωστόσο όλες διέπονταν από το θεμελιώδες μειονέκτημα να θεωρούν τον κ. ως πάθηση που μπορεί να αποδοθεί σε έναν παθογενετικό μηχανισμό παρόμοιο με εκείνον, για παράδειγμα, της σύφιλης ή της φυματίωσης, όπου η νόσος είναι προϊόν της δράσης ενός μοναδικού παθογόνου παράγοντα σε έναν οργανισμό που αντιδρά με φλεγμονώδη και ανοσοβιολογικά φαινόμενα. Ο κ. μάλλον μοιάζει με αυτή την ίδια τη φλεγμονή, δηλαδή με μια παθολογική διεργασία, που μπορεί να προκληθεί από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους αιτίες.
Είναι γνωστό ότι νεοπλασίες μπορεί να αναπτυχθούν με την επίδραση φυσικών παραγόντων (υπεριώδεις ακτίνες, ακτίνες Ρέντγκεν), χημικών παραγόντων (καρκινογόνες ουσίες, π.χ. κάπνισμα), ορμονών (οιστρογόνα), λοιμογόνων παραγόντων (π.χ. ιός των κονδυλωμάτων, ιός της ηπατίτιδας Β), διαιτητικών παραγόντων κλπ. Πολλές από τις νεοπλασίες των φυτών και των πειραματόζωων οφείλονται σε ιούς και υπάρχουν ενδείξεις ότι μερικοί τύποι λευχαιμίας του ανθρώπου πιθανόν να οφείλονται σε ιούς. Ένα από τα προβλήματα της σύγχρονης ογκολογίας είναι η αποκάλυψη του μηχανισμού με τον οποίο όλοι αυτοί οι ετερογενείς παράγοντες επιφέρουν στα κύτταρα τη βασική εκείνη αλλοίωση που οδηγεί στην καρκινοποίησή τους.
Το καρκινικό κύτταρο είναι ένα κύτταρο που δεν διαφοροποιείται ούτε ωριμάζει, αλλά αναπαράγεται αδιάκοπα και άσκοπα χωρίς να επηρεάζεται από τον φυσιολογικό μηχανισμό που ρυθμίζει στον οργανισμό την αύξηση, την αναγέννηση και την αναστολή του στους ιστούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά του καρκινικού κυττάρου συνοδεύονται βέβαια από αλλοιώσεις του μεταβολισμού του κυττάρου, που κυρίως αφορούν αλλοιώσεις στην παραγωγή και τη δράση των διαφόρων ενζύμων του κυττάρου· είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η παραγωγή των ενζύμων ρυθμίζεται από τις νουκλεοπρωτεΐνες (DNA) των χρωματοσωμάτων· πιθανολογείται λοιπόν ότι η θεμελιώδης διαταραχή του καρκινικού κυττάρου εδρεύει στα χρωματοσώματά του, υπόθεση που δικαιολογεί και τη μεταβίβαση αυτή της αλλοίωσης από το παθολογικό κύτταρο στα θυγατρικά του κύτταρα.
Όλοι οι καρκινογόνοι παράγοντες είναι σε θέση να βλάψουν τις νουκλεοπρωτεΐνες των χρωματοσωμάτων: αυτό συμβαίνει με τις ιονίζουσες ακτινοβολίες σε μοριακό επίπεδο και με τους ιούς που αναπαράγονται μόνο με τη βοήθεια των πυρηνικών οξέων του πυρήνα και του πρωτοπλάσματος του κυττάρου. Η ανάπτυξη του κ. φαίνεται λοιπόν ότι εξαρτάται από μια μεταβολή στα γονίδια των χρωματοσωμάτων ενός ή περισσότερων κυττάρων, δηλαδή από μια ειδική μετάλλαξη.
Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι η μεταβολή του φυσιολογικού κυττάρου σε νεοπλασματικό ολοκληρώνεται σε περισσότερα από ένα στάδια· σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη θεωρία, σε μια αρχική φάση (initiating process) τα κύτταρα αποκτούν και διατηρούν νεοπλασματικούς χαρακτήρες υπό την επίδραση ειδικών παραγόντων, χωρίς όμως να εμφανίζουν τάση για επέκταση και εισβολή στους γειτονικούς ιστούς· τα κύτταρα μπορούν να μείνουν για χρόνια σε αυτή την κατάσταση. Σε μια δεύτερη φάση στα κύτταρα μπορεί να συμβεί εκείνη η μεταβολή (promoting process)που τους προσδίδει την ικανότητα εισβολής και προκαλεί την ανάπτυξη του κ.· αυτή η δεύτερη φάση μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό την επίδραση κοινών ερεθισμάτων της καθημερινής ζωής (κάπνισμα, στρες κ.ά.).
Επίσης υπάρχει το ζήτημα της κληρονομικότητας της νεοπλασματικής νόσου. Υπάρχουν είδη πειραματόζωων που πάσχουν πολύ συχνά από κ. και μεταβιβάζουν τη νόσο στους απογόνους τους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα κ. από ιό που μεταβιβάζεται στους απογόνους με το γάλα.
Στον κ. του ανθρώπου, η κληρονομικότητα παρατηρήθηκε μόνο σε μερικές νεοπλασίες, όπως το νευροβλάστωμα του αμφιβληστροειδούς και τα επιθηλιώματα του παχέος εντέρου, αλλά φαίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές επρόκειτο μάλλον για κληρονομικότητα παθήσεων που προδιαθέτουν στην εμφάνιση του κ. Η συχνότητα της νόσου αυτής ως αιτίας θανάτου αυξήθηκε προοδευτικά από το 1900 μέχρι σήμερα. Μέρος αυτής της αύξησης οφείλεται και στη μεγαλύτερη δυνατότητα διάγνωσης της νόσου σε σχέση με το παρελθόν καθώς και στην αύξηση του μέσου όρου ζωής, που επιτρέπει να αναπτυχθεί κ. σε άτομα που παλαιότερα θα είχαν ήδη πεθάνει.
Το ποσοστό θνησιμότητας από κ. ποικίλλει στα διάφορα κράτη. Όσον αφορά τα μέρη του σώματος όπου εντοπίζεται συνήθως ο κ. διαφέρουν στον άντρα και στη γυναίκα: στη γυναίκα προσβάλλονται συχνότερα, κατά σειρά, η μήτρα, ο μαστός και το πεπτικό σύστημα, ενώ στον άντρα το πεπτικό σύστημα και ύστερα το αναπνευστικό και το ουροποιογενετικό. Οι παραπάνω είναι και οι συχνότερες αιτίες θανάτου από κ. στον δυτικό κόσμο.
Στην πάλη κατά του κ., βασικής σημασίας είναι η όσο το δυνατόν έγκαιρη διάγνωση: εάν ο κ. διαγνωστεί στα αρχικά στάδια, είναι πράγματι δυνατή η πλήρης χειρουργική αφαίρεσή του με αυξημένες πιθανότητες πλήρους θεραπείας της πάθησης. Στη διάθεση του γιατρού υπάρχουν διάφορα μέσα για την έγκαιρη ανίχνευση του κ.: εκτός από το λεπτομερές ιστορικό και την αντικειμενική εξέταση, χρησιμοποιούνται για διαγνωστικούς σκοπούς οι ακτίνες Χ, το σπινθηρογράφημα, η ενδοσκόπηση με όργανα όπως το βρογχοσκόπιο, το γαστροσκόπιο και το ορθοσκόπιο που καθιστούν ορατά με τη βοήθεια των οπτικών ινών εσωτερικά μέρη του ανθρώπινου οργανισμού και η βιοψία, κατά την οποία αφαιρούνται μικρά τεμάχια του ύποπτου ιστού και πραγματοποιείται μικροσκοπική εξέταση. Στη βιοψία εναπόκειται η τελική διάγνωση και η ταυτοποίηση του κακοήθους νεοπλάσματος. Η κυτταρολογική εξέταση του κολπικού εκκρίματος, με την τεχνική που διαμόρφωσε ο καρκινολόγος Γεώργιος Παπανικολάου, επιτρέπει την ανίχνευση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση στο πρώτο του στάδιο του κ. του τραχήλου της μήτρας. Είναι αυτονόητη η τεράστια σημασία της πρώιμης διάγνωσης συχνών κ., όπως του μαστού (με περιοδική αυτοψηλάφηση και μαστογραφία), του κ. του παχέος εντέρου (ενδοσκοπικός έλεγχος για πολύποδες σε άτομα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση κ. του παχέος εντέρου) κλπ.
Στη θεραπευτική αντιμετώπιση του κ. συντελούν πολυάριθμοι παράγοντες και κυρίως ο ιστολογικός τύπος του κακοήθους νεοπλάσματος (δηλαδή από ποιο κύτταρο προέρχεται), η διαφοροποίησή του (δηλαδή πόσο θυμίζει το κύτταρο προέλευσης) και το στάδιο της νόσου (δηλαδή κατά πόσο έχει επεκταθεί σε γειτονικούς ιστούς ή έχει δώσει απομακρυσμένες μεταστάσεις). Στις παραπάνω παραμέτρους στηρίζεται και η πρόγνωση κάθε κ. Εξάλλου πραγματοποιούνται χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοβολίες, και παρασκευάζονται ορμονικά σκευάσματα και χημειοθεραπευτικά φάρμακα, τα λεγόμενα κυτταροστατικά, που αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων του όγκου. Σημαντική προσπάθεια καταβάλλεται στην κατεύθυνση της ανακάλυψης κυτταροστατικών που στρέφονται μόνο κατά των καρκινικών και όχι και κατά των υγιών κυττάρων του ασθενούς. Οι τελευταίες εξελίξεις στη μάχη της ιατρικής με τον κ. περιλαμβάνουν βιολογικούς παράγοντες που διεγείρουν την άμυνα του οργανισμού, όπως η ιντερλευκίνη-2 και γενετικές μεθόδους θεραπείας και εμβόλια κατά του κ. Στο θεραπευτικό σχήμα είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και ο παράγοντας της καταπολέμησης των συμπτωμάτων (και κυρίως του πόνου) καθώς και ο παράγοντας της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
καρκινογόνες ουσίες. Ετερογενής ομάδα φυσικών ή συνθετικών προϊόντων, ικανών να προκαλέσουν την εμφάνιση κακοήθη όγκου στον άνθρωπο ή στα πειραματόζωα. Την πρώτη σχετική παρατήρηση έκανε ο σερ Πέρσιβαλ Ποτ, ο οποίος το 1775 συσχέτισε τον κ. του οσχέου των καπνοδοχοκαθαριστών με τη λιθανθρακόπισσα, με την οποία οι εργάτες έρχονταν σε επαφή. Ωστόσο, το 1915 ο Ιάπωνας Γιαματζίβα κατόρθωσε να αποδείξει πειραματικά αυτό το φαινόμενο, επιτυγχάνοντας την ανάπτυξη επιδερμικών καρκινωμάτων σε αφτιά κουνελιών ύστερα από καθημερινή και επί σειρά μηνών επάλειψη της περιοχής με λιθανθρακόπισσα. Από αυτή την εμπειρία ξεκίνησαν οι έρευνες που οδήγησαν στην ανίχνευση της πιο ευρείας ομάδας κ., εκείνης των πολυκυκλικών υδρογονανθράκων παραγώγων του ανθρακενίου, του φαινανθρενίου και του πυρενίου.
Το πιο γνωστό και το πιο διαδεδομένο από αυτά είναι το βενζοπυρένιο, ουσία με την οποία –όπως υποστηρίζεται– είναι συνδεδεμένο το μέλλον των βιομηχανικών κέντρων, γιατί περιέχεται στην αιθάλη, στην ασφαλτόπισσα, στη λιθανθρακόπισσα και η οποία σχηματίζεται σε κάθε ατελή καύση τόσο του άνθρακα όσο και του ελαίου, του ξύλου ή του άχυρου και βρίσκεται επίσης και στον καπνό· είναι λοιπόν συνυπεύθυνη για τον κ. του πνεύμονα των καπνιστών.
Στις τελευταίες δεκαετίες απομονώθηκαν εκατοντάδες ουσιών με καρκινογόνα δράση. Πολλές από αυτές, για παράδειγμα οι βενζοακριδίνες, δρουν τοπικά όπως τα παράγωγα της λιθανθρακόπισσας· άλλες δρουν ακολουθώντας τη συστηματική οδό και προκαλούν την ανάπτυξη των όγκων στα όργανα απέκκρισης, όπως στην περίπτωση του κ. της ουροδόχου κύστης από τα παράγωγα της ανιλίνης, ή στα όργανα αποθήκευσης –όπως μερικά αζωχρώματα που δημιουργούν όγκους στο συκώτι– ή σε κάθε όργανο, όπως το 2-ακετυλαμινοφλουορένιο. Άλλες ουσίες δρουν ευνοώντας την καρκινογόνα δράση φυσικών παραγόντων ή προκαλούν όγκους σε ιστούς που έχουν ήδη υποβληθεί στη δράση άλλων καρκινογόνων σε ανεπαρκείς δόσεις· αυτές οι ουσίες, ανίκανες να προκαλέσουν από μόνες τους όγκους, αποκαλούνται συν-καρκινογόνες. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι και ενδογενή προϊόντα του οργανισμού είναι σε θέση να προκαλέσουν την εμφάνιση κακοήθους όγκου· σε αυτή την κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, οι οιστρογόνες ορμόνες.
Όλες αυτές οι ουσίες έχουν χημικούς τύπους που διαφέρουν μεταξύ τους και έτσι δεν έγινε εφικτό να αποδοθεί η δράση τους σε μια ηλεκτροχημική ομάδα ή σε μια ειδική διάταξή τους στον χώρο· και ο μηχανισμός δράσης τους βρίσκεται ακόμα υπό εξέταση, αν και από πολλούς επιστήμονες υπάρχει η τάση να αποδοθεί σε μια ειδική δυνατότητα των ουσιών να προκαλούν μεταλλάξεις των κυττάρων. Εκτός από το θεωρητικό ενδιαφέρον, η ανακάλυψη των καρκινογόνων ουσιών αποτελεί μεγάλη επιστημονική κατάκτηση, τόσο για τη δυνατότητα πρόκλησης πειραματικών όγκων που αφορούν αποκλειστικά ερευνητικούς σκοπούς όσο και για τα μέτρα υγιεινής, ασφάλειας και θεραπείας τα οποία, κατά συνέπεια, είναι αναγκαία για τη μείωση των πιθανοτήτων που σχετίζονται με την εμφάνιση του αντίστοιχου κακοήθους όγκου στον άνθρωπο.
επαγγελματικοί κ. Μορφές κ. που συνδέονται άμεσα με την επαγγελματική ενασχόληση του ασθενούς και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι (π.χ. στις ΗΠΑ το 4% των θανατηφόρων κ. προκαλείται από επαγγελματικούς παράγοντες). Οι μορφές αυτές κ. οφείλονται σε καρκινογόνες ουσίες που βρίσκονται στον εργασιακό χώρο ή σε αντίστοιχες ουσίες που χρησιμοποιούνται ή σχηματίζονται στη διάρκεια της βιομηχανικής επεξεργασίας. Για παράδειγμα, το βενζόλιο –μια ουσία που χρησιμοποιείται ευρέως ως διαλυτικό στις βιομηχανίες χημικών και φαρμάκων και ως αντιδραστήριο στη σύνθεση κολλητικών και γύψων– έχει συνδεθεί με τη λευχαιμία. Αυξημένος κίνδυνος κ. του πνεύμονα έχει παρατηρηθεί σε εργάτες που είναι εκτεθειμένοι σε μεγάλες ποσότητες χρωμίου. Επιπλέον, κακοήθεις όγκοι έχουν αναπτυχθεί στο ήπαρ εργατών εργοστασίων χλωριούχου πολυβινυλίου. Από άποψη προφύλαξης, κάθε χημική ουσία στην οποία είναι πιθανόν να εκτεθούν οι εργάτες στον επαγγελματικό τους χώρο ή στο σπίτι πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Επίσης, όποιοι εργάζονται σε επαγγέλματα όπου υπάρχουν γνωστοί κίνδυνοι πρέπει να συμμορφώνονται με όλες τις συνιστώμενες προφυλάξεις.
καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο. Πρωτεΐνη που αν διαπιστωθεί ότι βρίσκεται σε μεγάλα επίπεδα στο σώμα, μπορεί να είναι ένδειξη υποτροπής συγκεκριμένων κ.
Ο αστερισμός του Καρκίνου· ο Ήλιος εισέρχεται στο ζώδιο αυτό κατά το θερινό ηλιοστάσιο.
Οι επιστήμονες, αξιοποιώντας τη χαρτογράφηση του γενετικού κώδικα του ανθρώπου, θα είναι σε θέση να εντοπίζουν εγκαίρως διάφορες μορφές καρκίνου από κληρονομικούς παράγοντες (φωτ. ΑΠΕ).
Διάσημα μοντέλα από όλο τον κόσμο συμμετείχαν σε διαφημιστική εκστρατεία για την ενημέρωση των γυναικών στον τομέα της πρόληψης του καρκίνου του μαστού (φωτ. ΑΠΕ).
Σήμερα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες διάφορες μορφές καρκίνου που συνδέονται άμεσα με την επαγγελματική ενασχόληση του ασθενούς. Οι εργαζόμενοι σε χώρους όπου εκτίθενται σε καρκινογόνες ουσίες, όπως για παράδειγμα βιομηχανίες χημικών ή φαρμάκων, θα πρέπει να λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις (φωτ. ΑΠΕ).
Επιθηλίωμα του δέρματος, μία μορφή κακοήθους όγκου.
Μηχάνημα νέας τεχνολογίας που εκπέμπει ακτινοβολία για την θεραπεία του καρκίνου (φωτ. ΑΠΕ).
Ο γιατρός και ερευνητής Γεώργιος Παπανικολάου, ο οποίος ανακάλυψε το ομώνυμο τεστ ανίχνευσης του καρκίνου στον τράχηλο της μήτρας.
Ιστολογική τομή φυσιολογικού μαζικού αδένα που εμφανίζει κυψελίδες επενδεδυμένες από απλό κυλινδρικό επιθήλιο.
Ιστός μαζικού αδένα, βαθιά αλλοιωμένος από τη νεοπλασματική διεργασία.
Φωτογραφία καρκίνου του δέρματος.
Το 1995 μία ομάδα καθηγητών της Βόρειας Κορέας ανακοίνωσε την καταπολέμηση μιας μορφής καρκίνου του δέρματος με τη χρήση ραδιοϊσοτόπων. Στη φωτογραφία, τα αποτελέσματα της θεραπείας.
* * *ο (AM καρκίνος)1. το οστρακόδερμο κάβουρας, καβούρι2. σύμπλεγμα νόσων που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και ανοργάνωτη ανάπτυξη προσβεβλημένων κυττάρων σε οποιονδήποτε ιστό τού οργανισμού τού ανθρώπου και άλλων ζώων3. αστρον. (ως κύριο όν). Καρκίνοςα) ένα από τα 12 σημεία (ζώδια) τού ζωδιακού κύκλουβ) αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίουνεοελλ.1. βοτ. ασθένεια τών φυτών που προέρχεται από νοσηρή κυτταροπλασία2. διαβήτης με κεκαμμένα σκέλη, με τον οποίο μετρούν το πάχος ενός αντικειμένου3. καρκινικός στίχος, δηλ. στίχος που μπορεί να αναγνωστεί το ίδιο από την αρχή προς το τέλος και αντιστρόφως, όπως, π.χ., «νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν»4. μτφ. αργοκίνητος, βραδυκίνητος άνθρωποςαρχ.1. πυράγρα, λαβίδα για κάρβουνα όμοια με τις δαγκάνες τού κάβουρα2. βασανιστήριο όργανο με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες τού κάβουρα3. (στη χειρουργική) εμβρυουλκός4. τα ζυγώματα5. είδος μηχανής χρήσιμης στην ανέλκυση λίθων6. είδος πεδίλων7. είδος επιδέσμου8. είδος γεωμετρικού οργάνου, διαβήτης9. άμβυξ, ένα είδος κυπέλλου, ποτηριού10. στον πληθ. oἱ καρκίνοιτα ζυγώματα, τα ζυγωματικά οστά τού κρανίου11. φρ. «καρκίνα σπειρούχα» — διαβήτες που σχηματίζουν κύκλους (Ανθ. Παλ.)12. κίρκινος*, κύκλος13. κύριο όν. στους Αττικούς τραγικούς ποιητές («Καρκίνου ποιήματα» — τα αινιγματώδη ποιήματα, Μέν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε αναδιπλασιασμένη ΙΕ ρίζα *kar-kar «σκληρός». Συνδέεται με το λατ. cancer «κάβουρας» και το αρχ. ινδ. karkata- «κάβουρας». Η κατάλ. -ίνος μάλλον για λόγους ανομοιώσεως δύο αλλεπάλληλων -ρ- σε παλαιότερο αμάρτ. τύπο (πρβλ. λατ. cancer < *car-cros). Με τα ανωτέρω συνδέονται πιθ. η γλώσσα τού Ησυχίου κάρκαροιτραχεῖς και ο αντίστοιχός της αρχ. ινδ. τ. karkara- «σκληρός» (πρβλ. το σκληρό περίβλημα τού κάβουρα). Η αρχ. ινδ. λ. karki(n)- «ζωδιακός αστερισμός τού καρκίνου» είναι δάνειο από την Αρχαία Ελληνική.ΠΑΡ. καρκινώδηςαρχ.καρκινάς, καρκινευτής, καρκινίας, καρκίνιον, καρκινώμσν.καρκινίδιον.ΣΥΝΘ. καρκινοειδήςαρχ.καρκινοβάτης, καρκινόπους, καρκινόχειρεςμσν.καρκινόσαρξνεοελλ.καρκινοβασία, καρκινοβατώ, καρκινογένεση, καρκινογόνος, καρκινολογία, καρκινολογικός, καρκινόλυση, καρκινολυτικός, καρκινοπαθής, καρκινοποίηση, καρκινοσάρκωμα, καρκινοφιλία, καρκινοφοβία, καρκίνωψ].
Dictionary of Greek. 2013.